- πλατυώνυχος
- πλατυώνυχοςwith flat nailsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατυώνυχος — ον, ΜΑ (για πρόσ. και για ζώα) αυτός που έχει πλατιά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος), πρβλ. ακρ ώνυχος, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πλατυώνυχον — πλατυώνυχος with flat nails masc/fem acc sg πλατυώνυχος with flat nails neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυωνύχου — πλατυώνυχος with flat nails masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυωνύχῳ — πλατυώνυχος with flat nails masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυώνυχα — πλατυώνυχος with flat nails neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek